Ζωγραφική

14.11.2019 – 04.01.2020

Το φως της σιωπής

C’est là entre ces quatre murs, que j’ai lavé mes yeux, que je suis devenu un peintre. *

Marc Chagall, Ma vie

Μετατρέποντας την οικειότητα του εργαστηρίου του στον hortus conclusus των κατά μόνας περιπλανήσεών του στην ενδοχώρα της ζωγραφικής, ο Στέλιος Πετρουλάκης καταθέτει μια εικονοποιητική ενότητα παλλόμενη από φωτεινή σιωπή και λιτή, ειλικρινή ωραιότητα.

Μετακινούμενος εξακολουθητικά ανάμεσα σε ελάσσονα σκοτεινά ημιτόνια και ψιθυριστικές εστίες φωτός, ενεργοποιώντας τη σχεδιαστική ευφράδεια και την αριστοτεχνική χρήση του χρώματος, ο Πετρουλάκης αφουγκράζεται και επανασυγκροτεί τα ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της παρούσας μορφής και ανιχνεύει με τρυφερή τόλμη τον ψυχισμό των βιωμένων προσώπων του στενού οικογενειακού κύκλου του που χρησιμοποιεί ως μοντέλα.

Στον μυστικό κήπο του εργαστηρίου, όπου η κατάκτηση του λιτού, περιοριστικού σχεδόν μικρού χώρου συντελείται, κυρίως, μέσω της εκφραστικής δυνατότητας του καλλιτέχνη να προτείνει έναν ρευστό, αεί μεταβαλλόμενο τόπο αναπαράστασης. ο κάθε πίνακας, μεσούσης της ζωγραφικής διαδικασίας ενεργοποιείται δίχως την αναζήτηση μιας εσκεμμένα παράδοξης εικονοποιίας, κατακτώντας ωστόσο μια διαφορετική κάθε φορά ατμόσφαιρα και πνοή, ακολουθώντας νεοσύστατες ερμηνευτικές οδούς καταμεσής του οικείου, και ευνοώντας την επάλληλη βλάστηση των μικρών, αυτοδύναμων κόσμων που διατρέχουν το έργο του ζωγράφου. Ο ίδιος, επιχειρώντας να καταγράψει την προσωπική του αίσθηση για την υφή και την ατμόσφαιρα των κόσμων ετούτων και αποφεύγοντας κάθε περιττή επικουρική περιγραφικότητα, δημιουργεί εντέλει μια σύγχρονη συναισθητική πλαστική γλώσσα, επικαλούμενος τον διηνεκή παλμό της καταλυτικής και εν θερμώ διεξαγόμενης ζωγραφικής πράξης.

Η ζωγραφική αυτή, που επιζητεί και κατακτά τη ρεαλιστική αναπαράσταση «φύσει» και όχι «θέσει», επιστρατεύοντας την ειλικρινή λιτότητα του σχεδίου και τον αριστοτεχνικό χειρισμό του φωτός και του χρώματος, παραμένοντας σε ανοιχτή συνομιλία με λιγοστά ορατά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου του καλλιτέχνη, πραγματώνεται εκ του φυσικού, άλλοτε προτάσσοντας ατελή περιγράμματα και προτείνοντας ένα εξαιρετικά εύγλωττο non finito κι άλλοτε ενορχηστρώνοντας ιδανικά την ποιητική διαμόρφωση των κενών, τις διαφάνειες και την εξπρεσιονιστική διάθεση του χρώματος, τις ηθελημένες ημιτέλειες που βουτούν ευφραντικά στη σιωπηλή ιεροτελεστία της ζωγραφικής.

Μιλώντας ο ίδιος για τη δουλειά του, για τις αυτοπροσωπογραφίες του που ξεκίνησαν το 2014 ελλείψει μοντέλου, αλλά και για τις ανανεούμενες απόπειρες να ζωγραφίσει με τρόπο κάθε φορά νέο και στιγμιαία οξυδερκή την αδελφή του ή τη γυναίκα του μόνη ή με τη μικρή τους κόρη, ο Πετρουλάκης αναφέρεται στην ισχύουσα επιθυμία του για τη ζωγραφική εκ του φυσικού, παρακάμπτοντας σταδιακά τη χρήση φωτογραφίας που χαρακτήριζε προηγούμενες ενότητες της δουλειάς του και επιστρατεύοντας την ασπρόμαυρη εκδοχή της και μόνο κατά τη διάρκεια ορισμένων προσχεδίων, με ζητούμενο το πλάσιμο της φόρμας μέσω της προσωπικής ανάμνησης του χρώματος.

Επιλέγοντας κατά κύριο λόγο το μεσημβρινό φυσικό φως της ημέρας και ενσωματώνοντας στο έργο του τα εντατικά κοντράστ, ο ζωγράφος αναζητεί ισορροπίες και λύσεις σε έναν χώρο που εξακολουθητικά τον δυσκολεύει μα και τον προκαλεί. Ξεκινώντας με τα μικρά προσχέδια που τον βοηθούν να οργανώσει την όραση και τη σκέψη του και προχωρώντας σε κλίμακα σταδιακά, μέχρι να βρεθεί αυτό που κάθε φορά αποτελεί το σημείο σύγκλισης και τον αληθινό λόγο ύπαρξης του εκάστοτε έργου, ο Πετρουλάκης συνθέτει ένα ανεξάντλητο εικονοποιητικό σύστημα χρησιμοποιώντας με οργανική οικονομία λιγοστά δομικά σχήματα και στοιχεία: το παράθυρο που μετατοπίζει και καθορίζει τα απεικονιστικά όρια, η πολυθρόνα με το ξέθωρο κόκκινο ύφασμα που με το φως του ήλιου αποκτά διαφορετικές κάθε φορά υφές και χρωματικές τονικότητες και το σιδερένιο κρεβάτι με το μεγαλειώδες μονοχρωματικό ρόδινο πάπλωμα που καλύπτει το στιλπνό λευκό και τα όνειρα της γυναίκας του καλλιτέχνη, το μικρό ξύλινο τραπέζι με τα εργαλεία της ζωγραφικής που αμυδρά παραπέμπει στη νεανική εικονοποιία του Μόραλη, ο καθρέπτης με το ξεχασμένο αποτύπωμα ενός νυχτερινού φιλιού, ο ασθενικός φίκος του εργαστηρίου που όταν έρχεται το σκοτάδι μετατρέπεται σε σκοτεινό δάσος αιωρούμενων παιγνιωδών σκιών, ή ακόμη, η νυχτερινή μετατόπιση στη βεράντα της κατοικίας του ζωγράφου, όπου τα παρατακτικά τοποθετημένα γυναικεία κεφάλια των μελών της οικογένειας άλλοτε θυμίζουν μελανόμορφο αγγείο ή αρχαϊκό γαμήλιο επίνητρο, κι άλλοτε, τοποθετημένα ανάμεσα στα φυλλόδενδρα, παραπέμπουν σε πολυπρόσωπη σκηνή θεάτρου σκιών ή, ακόμη, στις συναρμογές των σχημάτων του Braques.

Στη ζωγραφική αυτή με τις φωτεινές και τις σκοτεινές ποιότητες, τους πράσινους προπλασμούς, τις φαιές σιωπές και τις απαλές τονικότητες του ρόδινου, όπου τίποτε δεν σκηνοθετείται, όπου κάθε έργο επιζητεί τον προσωπικό του παραλλασσόμενο σε διάρκεια χρόνο και όπου η απαράμιλλη κάθαρση των σχημάτων δεν αποτελεί εσκεμμένη απόφαση αλλά ενδοσκοπική επιλογή καθημερινού τρυφερού άχθους που θυμίζει επίπονη άσκηση πιάνου, η συναρμογή της ρουτίνας της κάθε ημέρας αρθρώνεται από τον δημιουργό της και εντυπώνεται ως ποιητικό απεικονιστικό αφήγημα.

Βυθιζόμενο μέσα του, το εσωτερικό βλέμμα του πεπαιδευμένου θεατή ανατρέχει σε πολλές εξέχουσες στιγμές της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, επιτρέποντας, ενδεχομένως, στη μνήμη του Chardin να κυριαρχήσει. Η ποιητική των μικρών καθημερινών επεισοδίων και η αγάπη για την επαναλαμβανόμενη τρυφερή ρουτίνα του βίου και τις ανεπίσημες οικογενειακές σχέσεις που συνδέει τον τελευταίο με τον Vermeer και τους άλλους λαμπρούς φλαμανδούς ζωγράφους του 17ου αιώνα που αποτύπωσαν την ψιθυριστική ελεγεία της καθημερινότητας, τα λαλούντα πορτραίτα των αγαπημένων οικείων που διαβάζουν ή αναπαύονται, τα ενσταντανέ των μικρών παιδιών και τα απαλά αυτοπορτραίτα που βυθίζονται σταδιακά στο σκοτάδι, η ντελικάτη γκάμα του χρωστήρα και η διασπορά του θερμού φωτός, και κυρίως, η μαγική αρμονία της σιωπής που με σάρκα και οστά ζωγραφίζεται, αναδεύοντας εξαρχής όλα τα συναισθήματα, όλα βρίσκονται εδώ, στη σπάνια ζωγραφική του Πετρουλάκη που επιθυμεί να μας κάνει εξαρχής να βλέπουμε, να αφουγκραζόμαστε, να αισθανόμαστε.

 Ίρις Κρητικού

Νοέμβριος 2019

* Είναι εκεί, ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς τοίχους που έπλυνα τα μάτια μου, που έγινα ζωγράφος

Marc Chagall, Η ζωή μου

Την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου του 2019 στις 7.30 μ.μ. εγκαινιάστηκε

η έκθεση ζωγραφικής

του

Στέλιου Πετρουλάκη

Στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών είχαμε τη χαρά να εγκαινιάσουμε την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του Στέλιου Πετρουλάκη την Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019. Μέσα από μια σειρά έργων από λάδι σε καμβά στα οποία απεικονίζονται πορτραίτα σε εσωτερικούς χώρους ο καλλιτέχνης καταθέτει μια ενότητα έργων παλλόμενη από φωτεινή σιωπή και λιτή, ειλικρινή ωραιότητα. Μετακινούμενος εξακολουθητικά ανάμεσα σε ελάσσονα σκοτεινά ημιτόνια και ψιθυριστικές εστίες φωτός, ενεργοποιώντας τη σχεδιαστική ευφράδεια και την αριστοτεχνική χρήση του χρώματος, ο Πετρουλάκης αφουγκράζεται και επανασυγκροτεί τα ιδιαίτερα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της παρούσας μορφής και ανιχνέυει με τρυφερή τόλμη τον ψυχισμό των βιωμένων προσώπων του στενού οικογενειακού κύκλου του που χρησιμοποιεί ως μοντέλα.

Ο ίδιος ο καλλιτέχνης επιχειρώντας να καταγράψει την προσωπική του αίσθηση για την υφή και την ατμόσφαιρα των κόσμων ετούτων και αποφεύγοντας κάθε περιττή επικουρική περιγραφικότητα, δημιουργεί εντέλει μια σύγχρονη συναισθητική πλαστική γλώσσα, επικαλούμενος τον διηνεκή παλμό της καταλυτικής και εν θερμώ διεξαγόμενης ζωγραφικής πράξης.

Η ζωγραφική αυτή, που επιζητεί και κατακτά τη ρεαλιστική αναπαράσταση «φύσει» και όχι «θέσει», επιστρατεύοντας την ειλικρινή λιτότητα του σχεδίου και τον αριστοτεχνικό χειρισμό του φωτός και του χρώματος, παραμένοντας σε ανοιχτή συνομιλία με λιγοστά ορατά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου του καλλιτέχνη, πραγματώνεται εκ του φυσικού, άλλοτε προτάσσοντας ατελή περιγράμματα και προτείνοντας ένα εξαιρετικά εύγλωττο non finito κι άλλοτε ενορχηστρώνοντας ιδανικά την ποιητική διαμόρφωση των κενών, τις διαφάνειες και την εξπρεσιονιστική διάθεση του χρώματος, τις ηθελημένες ημιτέλειες που βουτούν ευφραντικά στη σιωπηλή ιεροτελεστία της ζωγραφικής.

Στη ζωγραφική αυτή με τις φωτεινές και τις σκοτεινές ποιότητες, τους πράσινους προπλασμούς, τις φαιές σιωπές και τις απαλές τονικότητες του ρόδινου, όπου τίποτε δεν σκηνοθετείται, όπου κάθε έργο επιζητεί τον προσωπικό του παραλλασσόμενο σε διάρκεια χρόνο και όπου η απαράμιλλη κάθαρση των σχημάτων δεν αποτελεί εσκεμμένη απόφαση αλλά ενδοσκοπική επιλογή καθημερινού τρυφερού άχθους που θυμίζει επίπονη άσκηση πιάνου, η συναρμογή της ρουτίνας της κάθε ημέρας αρθρώνεται από τον δημιουργό της και εντυπώνεται ως ποιητικό απεικονιστικό αφήγημα.

Βυθιζόμενο μέσα του, το εσωτερικό βλέμμα του πεπαιδευμένου θεατή ανατρέχει σε πολλές εξέχουσες στιγμές της ευρωπαϊκής ζωγραφικής, επιτρέποντας, ενδεχομένως, στη μνήμη του Chardin να κυριαρχήσει. Η ποιητική των μικρών καθημερινών επεισοδίων και η αγάπη για την επαναλαμβανόμενη τρυφερή ρουτίνα του βίου και τις ανεπίσημες οικογενειακές σχέσεις που συνδέει τον τελευταίο με τον Vermeer και τους άλλους λαμπρούς φλαμανδούς ζωγράφους του 17ου αιώνα που αποτύπωσαν την ψιθυριστική ελεγεία της καθημερινότητας, τα λαλούντα πορτραίτα των αγαπημένων οικείων που διαβάζουν ή αναπαύονται, τα ενσταντανέ των μικρών παιδιών και τα απαλά αυτοπορτραίτα που βυθίζονται σταδιακά στο σκοτάδι, η ντελικάτη γκάμα του χρωστήρα και η διασπορά του θερμού φωτός, και κυρίως, η μαγική αρμονία της σιωπής που με σάρκα και οστά ζωγραφίζεται, αναδεύοντας εξαρχής όλα τα συναισθήματα, όλα βρίσκονται εδώ, στη σπάνια ζωγραφική του Πετρουλάκη που επιθυμεί να μας κάνει εξαρχής να βλέπουμε, να αφουγκραζόμαστε, να αισθανόμαστε.

Με αφορμή την παρούσα έκθεση εκδόθηκε κατάλογος με κείμενο της Ιστορικού Τέχνης Ίριδος Κρητικού στο οποίο βασίστηκε και το δελτίο τύπου.

Διάρκεια έκθεσης: από 14 Νοεμβρίου 2019 έως 4 Iανουαρίου 2020