Νεκτάριος Μαμάης, Φως ιλαρόν στο μετά – τοπίο
Οραματίζομαι Τη μη – ορατότητα
Ν. Καρούζος
Για να αποκτήσεις ένα ψίχουλο φωτός, πρέπει να σκάψεις βαθιά στα σκοτάδια. Επειδή είναι απαραίτητο το σκοτάδι για να υπάρξει το φως όσο και η σιωπή για να καρπίσει η, ουσιαστική, ομιλία. Αναφέρομαι προφανώς σ‘ ένα φως όχι αυτονόητο που δεν χαρίζεται αλλά κερδίζεται. Σαν εκείνο των βυζαντινών εικόνων το οποίο είναι άχρονο, άυλο, άκτιστο, υπερούσιο και που δεν δημιουργεί εριμμένες σκιές στα αντικείμενα αλλά τα πάντα συγκροτούνται και συνυφαίνονται μ‘ αυτό ως πνευματικές υποστάσεις. Όμως το φως εκτός από επιφάνεια ή αποκάλυψη είναι και δράμα, αγωνία, ένταση, υπέρβαση, υπερβολή, πάθος, μέθη, έκσταση… Τελικά είναι και γνόφος. Δηλαδή κάτι που υπερβαίνει, που δεν αφορά πια, την ορατότητα. Nihil est luce obcurius έλεγε ο Λουκρήτιος προαναγγέλλοντας τις εμμονές των ρομαντικών με τα μαύρα που μπλεδίζουν και τις ηλεκτρισμένες ώχρες και τα παμφανόωντα τεφρά. Τί μεγάλο μάθημα για εκείνους τους ζωγράφους που “πάσχουν από ύπαρξη” και δεν αρκούνται στις βεβαιότητες του αμφιβληστροειδούς τους. Στις απελπισμένες φωτοχυσίες εκείνων των μελαγχολικών ανθρώπων που τους είπαν κάποτε ιμπρεσιονιστές. Από την άλλη, ήταν η σκιά και οι σκιές της σκιάς – όχι σαν εγκώμιο εδώ αλλά σαν ελεγεία – οι οποίες γέννησαν τις πρώτες εικόνες στα απονήρευτα ως προς το κακό μάτια των πρωτοπλάστων. Κι έπειτα ένας ολόκληρος πολιτισμός – τρόπος σκέψης στηρίχθηκε σ‘ αυτή την αμείλικτη διαλεκτική της σκιάς – φωτός. Δεν γίνεται αλλιώς. Είναι η φυσική των πραγμάτων που οδηγεί στη μεταφυσική τους. Και είναι το σώμα που σώζει την ψυχή όταν κι η ψυχή το στέργει. Η pittura metafisica εκφράζει αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα φέρνοντας τον πιο αινιγματικό ρομαντισμό στα κράσπεδα του μοντερνιστικού ορθολογισμού: Τον δαίμονα της μεσημβρίας που είναι πιο σκληρός και πιο κρυπτικός από εκείνον του μεσονυκτίου (démon de midi). Αποκαλείται, τέλος, πνεύμα εκείνο το χοϊκό στοιχείο που φτερώθηκε.
Η ζωγραφική του Νεκτάριου Μαμάη εκ νυκτός ορθρίζει το ιλαρό φως σεβόμενη πάντως την ιερότητα του σκότους. Πορεύεται έπειτα στον μεσημεριανό ήλιο με τις απόλυτες σκιάσεις και στο τέλος, κάνοντας κύκλο, ξίφει τελειούται. Την ώρα ακριβώς του λυκόφωτος. Όπου εδώ βέβαια ξίφος είναι τα πινέλα, τα μαχαίρια και οι σπάτουλες του ζωγράφου. Με τις διαφάνειες, τις επικαλύψεις των χρωματικών επιπέδων και τις υγρές τίντες μιας εσπέρας παρηγορητικής. Η ζωγραφική του Νεκτάριου Μαμάη γίνεται έτσι άλλοτε ηλιακή κι άλλοτε γοητευτικά νυχτερινή – σεληνιακή ισορροπώντας σε σιωπές των νερών, κυματισμούς οριζόντων και ρηγματώσεις των βράχων. Δέντρα με γυμνά κλαδιά σαν χέρια που ψάχνουν σημάδια στον ουρανό. Ενίοτε κάποια ψίχουλα σελήνης τρυπάνε το πυκνό μαγνάδι της νύχτας και είναι τότε που το δράμα (της ύλης; της ψυχής; της προσδοκίας; της απελπισίας😉 καραδοκεί στην άκρη ενός τοπίου – οράματος. Για αυτό ακριβώς μιλώ για ένα μετά – τοπίο. Γιατί κατ‘ ουσίαν πρόκειται για αποτυπώσεις εσωτερικών κραδασμών σαν τα κοσμικά – πλανητικά τοπία του Γιάννη Σπυροπούλου όπου περιέχουν τα πάντα και δεν αναφέρονται πουθενά συγκεκριμένα. Σαν ιερές γραφές που δεν υπάρχει λόγος να αναγνωστούν. Έτσι και η εικονοποιία του Μαμάη, μείγμα αγιογραφίας και σωματικής ανάγκης ή αίτημα πνευματικότητας που μυρίσει αίμα και χώμα, μπορεί να ιδωθεί σαν μουσική παρτιτούρα με απολύτως περιττά τα λόγια ή τα διαβάσματα. Και τότε τί κάνω εγώ εδώ; Τί κάνετε εσείς εκεί; Ίσως, αμφότεροι, προσπαθούμε να μάθουμε ένα όργανο που δεν έχει ακόμη υπάρξει.
ΥΓ. Θαύμα είναι όταν στάξει μια στάλα κρασί στην άκρη της λίμνης να σβήσει το ηλιοβασίλεμα που καίγεται στο βάθος της. (Θέλω να πω με όλα αυτά πως μία ποιητική ζωγραφική μόνο με ποιητικούς τρόπους μπορεί να την αντιμετωπίσεις. (Μακάρι να έχω επιτύχει κάτι…) Ούτως ή άλλως για αυτό υπάρχει η τέχνη. Για να ζούμε. Να ζούμε αντί να επιβιώνουμε. Ώστε ο θάνατος να γίνεται επεισόδιο της ζωής μας. Να υπάρχουμε. Αλλιώς. Λάμποντας ακόμη και στην πτώση μας. Φως ιλαρόν στα ερέβη.
Μάνος Στεφανίδης
Ομότιμος καθηγητής του ΕΚΠΑ, Ιστορικός Τέχνης
Στο περιθώριο των σημειώσεων του Νεκτάριου Μαμάη
Στα ριζώματα του Λυκαβηττού, ένας άλλος κόσμος αποκαλύπτεται στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών. Εδώ, η δεξαμενή του Μαμάη αναβρύζει εικόνες ατμοσφαιρικές, ενίοτε δραματικές, εκχυλίσματα ενός περιπατητή που ονειρεύεται την πραγματικότητα και πραγματοποιεί το όνειρο σκάβοντας τη ζωγραφική ύλη. Η αύρα που τυλίγει αυτά τα χρωματικά πεδία τα κάνει απόκοσμα, κρατώντας ακέραια την εντύπωση από τοπία ενός κόσμου πραγματικού που έχουμε ξεμάθει να αναγνωρίζουμε και να νοσταλγούμε.
Ο Μαμάης προχωρά τη φορά αυτή σε μια «χαρτογράφηση» του τοπίου, με συγκρατημένη εξπρεσιονιστική γραφή που λάμπει σε σημεία. Όλα είναι ήρεμα και ήσυχα (χαρακτηριστικό το έργο αναφορά στον Φώτη Κόντογλου με τίτλο «κοιμισμένο νερό», το οποίο εκτέθηκε στο πρόσφατο αφιέρωμα του Ιδρύματος Γουλανδρή στην Αθήνα). Πρόκειται, κατά κανόνα, για τοπία σε μεγάλο μέγεθος, όπου το χρώμα δεν έχει όπως στην προηγούμενη δουλειά του ζωγράφου τη λεπταίσθητη υφή της ακουαρέλας, αλλά κινείται στην πολυγνώτεια κλίμακα με το μαυρόασπρο, το χοντροκόκκινο και την ώχρα. Όποιος παρακολουθεί την πορεία του ζωγράφου, μπορεί να αναγνωρίσει την καλλιτεχνική του οικοσκευή. Υπάρχει η μάχη με το υλικό, χωρίς να αλλοιώνει το νηφάλιο αισθητικό αποτέλεσμα, εφόδιο που κουβαλάει ο Μαμάης σε όλη του την πορεία (κάτι που απηχεί την ήρεμη ιδιοσυγκρασία του).
Όπως έκανε πρόσφατα με την απόδοση της φιγούρας, ο ζωγράφος επιχειρεί να μπει μέσα στο τοπίο, να δει τι κρύβει κάτω από την επιφάνεια. Η μορφή που φανερώνει δεν προκύπτει από το σχέδιο, μα από το πλάσιμο του χρώματος. Ο Μαμάης χρησιμοποιεί έναν τρόπο πολυστρωματικό, προκειμένου να καταλήξει στα αποτελέσματα που θέλει. Δεν επιδιώκει το χρώμα του να πείθει, μα να μεταφέρει το μικροκλίμα ενός βράχου ή μιας συστάδας δέντρων, την αίσθηση της πρωινής πάχνης, την ώρα που το σκοτάδι πέφτει σε μια πλαγιά. Οι επιφάνειές του είναι γεμάτες με ένα χρώμα στέρεο, που δεν καταφεύγει σε καμία εκλέπτυνση. Το χρώμα του αυτό είναι πρωταρχικό, θέλει να κρατήσει τη δική του πρωτόγονη παρουσία, επιβάλλει την ύπαρξή του με μια σταθερότητα σχεδόν απτή. Και παρόλα αυτά ξενίζει, ίσως, το βλέμμα του θεατή πώς τα έργα αυτά, χωρίς να είναι παστώδη, δεν στερούνται αναγλυφικότητας.
Ο Μαμάης δεν «εικονογραφεί» την πολυχρωμία της φύσης, αλλά την απαρνιέται και αναδιοργανώνει τα οπτικά δεδομένα, δημιουργώντας μια «άλλη» φύση. Εξηγεί ο ίδιος χαρακτηριστικά: «Δεν επιζητώ την αληθοφάνεια της εικόνας, αλλά την αλήθεια της ζωγραφικής επιφάνειας». Το ονειρικό στοιχείο στις συνθέσεις του είναι στενά δεμένο με το φως. Ο καλλιτέχνης γράφει σε νευραλγικά σημεία της σύνθεσης μερικά πιο έντονα χρώματα, ευαίσθητα σχεδιασμένα, ενώ στις πιο προωθημένες αφαιρετικά επιφάνειες, δείχνει τις καταβολές του από τον κόσμο του Γιάννη Σπυρόπουλου. Η ειδική χρωματική επεξεργασία εντείνει τη μεταφυσική διάσταση των έργων του. Έτσι, η πραγματικότητα του Μαμάη δεν είναι οπτική, όσο, κυρίως, διανοητική.
Όπως πρωτοέδειξε μορφές απογυμνωμένες από κάθε ωραιοπάθεια, ζητώντας εκτός από το αναπάντεχο, το απρόοπτο της μορφής, ένα βαθύ ανθρώπινο αίσθημα, το ίδιο φιλοδοξεί στο τοπίο. Δεν αποζητά στην τοπιογραφία έναν εύφορο κήπο αισθητικών ηδονών, ούτε γοητεύεται από καρτ-ποστάλ σχήματα. Μέσα από τον δικό του ψυχισμό προχωρά σε φόρμες που δεν είναι προκατασκευασμένες, αλλά ολότελα δικές του. Ο Μαμάης δεν περιγράφει, ζητά να πάει πιο πέρα, να γίνει εκφραστής μέσα σε έναν καινούργιο δικό του πλαστικό χώρο, γι’ αυτό και μπορούμε να υποψιαστούμε προς ποια κατεύθυνση θα τραβήξει.
Θυμάμαι τον Μπουζιάνη που, περπατώντας σε έναν δρόμο του Μονάχου, επηρεάστηκε βαθιά από τούτο το τυχαίο: απορροφημένος καθώς βάδιζε, έπεσε το μάτι του σ’ ένα φύλλο δέντρου που το έσερνε ο άνεμος. Τ’ ακολούθησε με το βλέμμα ώσπου έσκυψε και το μάζεψε. Η ζωγραφική του από κει και έπειτα δεν ήταν πια ίδια. Παρόμοια με τη φυλλοβολή που συγκλόνισε τον δάσκαλο, πώς το φως αναδεικνύει το φυλλαράκι του δέντρου, ο Μαμάης ονειρεύτηκε να πατήσει επάνω στα βήματα της φιγούρας που ζωγράφισε, αφήνοντας τον εαυτό του να αδειάζει από όσα σκέφτεται ώστε να μπορεί να εισπράξει αυτά που δεν ξέρει και δεν έχει νιώσει: «πρόκειται για ένα άπλωμα του τοπίου, ένα τέντωμα του χώρου όπου ζούσε η ανθρώπινη μορφή∙ ήταν και η ανάγκη να μπει το σώμα μου μέσα στο έργο γι’ αυτό μεγάλωσαν οι διαστάσεις και οι ματιέρες απόκτησαν μια πολυπλοκότητα» μεταφέρω από τις σημειώσεις του.
«Το ερώτημα που συνεχώς επανέρχεται είναι μα δικαιούμαι τελικά να ζωγραφίζω;» γράφει ο ίδιος βασανιστικά. Θα λεγε κανείς ότι τουλάχιστον αυτό που λέμε πραγματικό, αυτό δηλαδή που ορίζεται από το λογισμικό του εγκεφάλου, αποδεικνύεται ως ισχύον πράγματι, ότι έχει συνάφεια και πληρότητα. Αλλά βεβαίως δεν συμβαίνει αυτό. Ο κόσμος μας ο πραγματικός στηρίζεται σε αναπόδεικτα επιχειρήματα, κατά πως έδειξε ο Πόπερ και ακολούθως άλλοι φιλόσοφοι της Λογικής, στηρίζεται σε διαισθήσεις κι όχι σε αποδείξεις. Διότι στην πραγματικότητα της ψυχής μας η απάντηση εξαρτάται από την δική μας πορεία, που δεν είναι σταθερή και δεν υποκύπτει στις ίδιες επιδράσεις, αλλά αφήνεται στις εκάστοτε διαθέσεις μας.
Ο καλλιτέχνης δεν δίνει κριτήρια ερμηνείας της τέχνης. Όχι επειδή τα περιφρονεί, αλλά διότι το έργο του τα θέτει. Πας στο έργο του έχοντας ήδη κριτήρια, που απέκτησες βλέποντας άλλων έργα, έχοντας διαβάσει και ακούσει και δει. Έχεις ήδη κριτήρια. Εσύ θα αποφασίσεις εάν αυτό που βλέπεις τώρα εντάσσεται στην ίδια ομάδα με εκείνα, ή προηγείται, ή δημιουργεί μια νέα ομάδα. Δεν μπορείς να δεις τον Ερμή του Πραξιτέλη με τα μάτια που τον έβλεπε ο αρχαίος, διότι τον βλέπεις με τα μάτια της Αναγέννησης και τόσων άλλων. Θυμάμαι πως αποδιδόταν στον Πικάσο η φράση «α, δεν έχουμε κάνει ούτε βήμα από την Αλταμίρα!» Στην πραγματικότητα έχουμε κάνει πολλά και μεγάλα βήματα, τόσα ώστε να βλέπουμε τις σπηλαιογραφίες στην Αλταμίρα σαν σύγχρονές μας. Τα μάτια μας, έχοντας δει Αναγέννηση, Γκρέκο, Σεζάν, έχοντας ακούσει Μπαχ και Στραβίνσκι, έχοντας διαβάσει Ντοστογιέφσκι, βλέπουν την τέχνη. Το τι είναι τέχνη το ορίζει ο καλλιτέχνης.
Στη νέα του σοδειά, ο Μαμάης έδωσε έναν κόσμο που δεν είναι απλώς τοπίο, αλλά ψυχή μέσα στα πράγματα∙ την ουσία του κόσμου του κι όχι μια περιγραφή χώρου. Έδωσε μια σύνθεση αυτού που είδαν τα μάτια του κι αυτού που ένιωθε το πετσί του. Και καθώς λατρεύει τον Σεζάν, η φράση του μεγάλου εκείνου «θα ήθελα να ζωγραφίζω ακόμη και τις οσμές του κόσμου», βλέπουμε να διαπερνά το έργο του.
Γιώργος Μυλωνάς
Ιστορικός Τέχνης